-
1 ἐπι-σταθμεύω
ἐπι-σταθμεύω, einkehren, bes. als Soldat im Quartier liegen, τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πολιορκίᾳ τῶν ἐπισταϑμευόντων Plut. Sull. 25; τινί, bei Jem., Demetr. 23; übertr., ἐπισταϑμεύων τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις, belästigen, gleichsam mit Einquartierung versehen, neben ἐνοχλέω, philos. cum princ. 2 extr.; pass., οἰκίαι χαμαιτυπίαις ἐπισταϑμευόμεναι Ant. 9, mit solcher Einquartierung besetzt; Pol. bei Suid.
-
2 επισταθμευω
1) быть размещенным на постой, быть расквартированным, размещаться(τινί Plut.)
2) pass. быть отведенным для постоя(οἰκίαι ἐπισταθμευόμεναι Plut.)
3) перен. занимать, наполнять, утомлять -
3 ἐπισταθμεύω
II. [voice] Pass., to have others quartered upon one, PPetr.2p.36 (iii B.C.), UPZ 146 ii 27 (ii B.C.), Plb.21.6.1.2. to be assigned as quarters,οἰκία Plu.Ant.9
.III. trans., occupy with, in metaph. sense,τὰ ὦτα διαλέξεσιν Id.2.778b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισταθμεύω
-
4 ἐπισταθμεύω
ἐπι-σταθμεύω, einkehren, bes. als Soldat im Quartier liegen; τινί, bei j-m; übertr., ἐπισταϑμεύων τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις, belästigen, gleichsam mit Einquartierung versehen; pass., οἰκίαι χαμαιτυπίαις ἐπισταϑμευόμεναι, mit solcher Einquartierung besetzt
См. также в других словарях:
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek